Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrisecchìto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [risekˈkito] 1 στεγνός 2 ξερός 3 ξηρός 4 άνυδρος 5 μπαγιάτικος 6 ξεραμένος 7 μαραμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |