Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riseccàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [risekˈkare]

1 ξεραίνω
2 αποξηραίνω
3 αφυδατώνω
4 αποστραγγίζω
5 στεγνώνω

riseccarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [risekˈkarsi]

1 ξεραίνομαι
2 αφυδατώνομαι
3 αποξηραίνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riscuotersi risecchire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riscotitore (αρσ. επίθ και ουσ)
riscrivere (ρ.αμτβ.)
riscrivere (ρ. μτβ.)
riscuotere (ρ. μτβ.)
riscuotersi (ρ.μ. (αντων.))
riseccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riseccarsi (ρ.μ. (αντων.))
risecchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
risecchito (επίθ.)
risedere (ρ.αμτβ.)
risega (θηλ.ουσ)
risegare (ρ. μτβ.)
risegnare (ρ. μτβ.)
riselciare (ρ. μτβ.)
riseminare (ρ. μτβ.)
risentimento (ουσ αρσ )
risentire (ρ.αμτβ.)
risentire (ρ. μτβ.)
risentirsi (ρ.μ. (αντων.))
risentitamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---