Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riscotiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riskotiˈmento]

1 διέγερση
2 παρόξυνση
3 σείσιμο
4 σάλεμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riscotibile riscotitore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riscorrere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riscossa (θηλ.ουσ)
riscossione (θηλ.ουσ)
riscossone (ουσ αρσ )
riscotibile (επίθ.)
riscotimento (ουσ αρσ )
riscotitore (αρσ. επίθ και ουσ)
riscrivere (ρ.αμτβ.)
riscrivere (ρ. μτβ.)
riscuotere (ρ. μτβ.)
riscuotersi (ρ.μ. (αντων.))
riseccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riseccarsi (ρ.μ. (αντων.))
risecchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
risecchito (επίθ.)
risedere (ρ.αμτβ.)
risega (θηλ.ουσ)
risegare (ρ. μτβ.)
risegnare (ρ. μτβ.)
riselciare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---