Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riscossióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [riskosˈsjone]

1 μάζεμα
2 συλλογή
3 είσπραξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riscossa riscossone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riscontro (ουσ αρσ )
riscoperta (θηλ.ουσ)
riscoprire (ρ. μτβ.)
riscorrere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riscossa (θηλ.ουσ)
riscossione (θηλ.ουσ)
riscossone (ουσ αρσ )
riscotibile (επίθ.)
riscotimento (ουσ αρσ )
riscotitore (αρσ. επίθ και ουσ)
riscrivere (ρ.αμτβ.)
riscrivere (ρ. μτβ.)
riscuotere (ρ. μτβ.)
riscuotersi (ρ.μ. (αντων.))
riseccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riseccarsi (ρ.μ. (αντων.))
risecchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
risecchito (επίθ.)
risedere (ρ.αμτβ.)
risega (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---