Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόriscossóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [riskosˈsone] 1 αναπήδημα απότομο 2 γερό τίναγμα 3 τράνταγμα γερό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |