Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


risciacquaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riʃʃakkwaˈmento]

1 ξέπλυμα
2 ξέβγαλμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rischioso risciacquare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rischiararsi (ρ. μ. αμτβ.)
rischiare (ρ.αμτβ.)
rischio (ουσ αρσ )
rischiosità (θηλ.ουσ)
rischioso (επίθ.)
risciacquamento (ουσ αρσ )
risciacquare (ρ. μτβ.)
risciacquata (θηλ.ουσ)
risciacquatura (θηλ.ουσ)
risciacquo (ουσ αρσ )
risciò (ουσ αρσ )
risciogliere (ρ. μτβ.)
riscolo (ουσ αρσ )
riscontare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
risconto (ουσ αρσ )
riscontrabile (επίθ.)
riscontrare (ρ.αμτβ.)
riscontrare (ρ. μτβ.)
riscontrata (θηλ.ουσ)
riscontro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---