Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rischiaràre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riskjaˈrare]

1 αστράφτω
2 αστραποβολώ
3 καθαρίζω (για καιρό)
4 φωτίζομαι
5 περιαυγάζω
6 λάμπω

rischiaràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riskjaˈrare]

1 ρίχνω άπλετο φως
2 φωταγωγώ
3 διαφωτίζω
4 λαμπρύνω
5 φέγγω
6 περιλάμπω
7 καταυγάζω
8 διασαφίζω
9 φωτάω
10 εξηγώ
11 διευκρινίζω
12 φωτίζω
13 φωτοβολώ

rischiaràrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riskjaˈrarsi]

φωτίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rischiaramento rischiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riscattare (ρ. μτβ.)
riscattarsi (ρ.μ. (αντων.))
riscatto (ουσ αρσ )
riscegliere (ρ. μτβ.)
rischiaramento (ουσ αρσ )
rischiarare (ρ.αμτβ.)
rischiarare (ρ. μτβ.)
rischiararsi (ρ. μ. αμτβ.)
rischiare (ρ.αμτβ.)
rischio (ουσ αρσ )
rischiosità (θηλ.ουσ)
rischioso (επίθ.)
risciacquamento (ουσ αρσ )
risciacquare (ρ. μτβ.)
risciacquata (θηλ.ουσ)
risciacquatura (θηλ.ουσ)
risciacquo (ουσ αρσ )
risciò (ουσ αρσ )
risciogliere (ρ. μτβ.)
riscolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---