Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrischiaraménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [riskjaraˈmento] 1 διευκρίνιση 2 διαφώτιση 3 διελεύκανση 4 διασαφήνιση 5 ξεκαθάρισμα 6 φωτισμός 7 αποκαθαρισμός 8 αποσαφήνιση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |