Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riscaldàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [riskalˈdato]

1 αναμμένος
2 θερμανθείς
3 εξοργισμένος
4 νευριασμένος
5 ζεσταμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riscaldata riscaldatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

risatina (θηλ.ουσ)
riscaldamento (ουσ αρσ )
riscaldare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riscaldarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riscaldata (θηλ.ουσ)
riscaldato (επίθ.)
riscaldatore (ουσ αρσ )
riscaldatura (θηλ.ουσ)
riscaldo (ουσ αρσ )
riscappare (ρ.αμτβ.)
riscattabile (επίθ.)
riscattare (ρ.αμτβ.)
riscattare (ρ. μτβ.)
riscattarsi (ρ.μ. (αντων.))
riscatto (ουσ αρσ )
riscegliere (ρ. μτβ.)
rischiaramento (ουσ αρσ )
rischiarare (ρ.αμτβ.)
rischiarare (ρ. μτβ.)
rischiararsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---