Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


risalutàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [risaluˈtare]

1 χαιρετώ
2 αντιχαιρετίζω
3 αντιχαιρετώ
4 ανταποδίδω χαιρετισμό

risalutarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [risaluˈtarsi]

χαιρετίζομαι με κάποιον


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  risalto risanabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

risaldatura (θηλ.ουσ)
risalire (ρ.αμτβ.)
risalita (θηλ.ουσ)
risaltare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
risalto (ουσ αρσ )
risalutare (ρ. μτβ.)
risalutarsi (ρ.μ. (αντων.))
risanabile (επίθ.)
risanamento (ουσ αρσ )
risanare (ρ.αμτβ.)
risanare (ρ. μτβ.)
risanatore (ουσ αρσ )
risanatore (επίθ.)
risanguinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
risapere (ρ. μτβ.)
risaputo (επίθ.)
risarcibile (επίθ.)
risarcimento (ουσ αρσ )
risarcire (ρ. μτβ.)
risarella (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---