Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


risàlto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈsalto]

1 βράχος με επίπεδες προεξοχές
2 υποθαλάσσιος ύφαλος κοντά σε ακτή
3 έμφαση
4 ανάγλυφο
5 προεξοχή
6 προέκταση
7 προβολή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  risaltare risalutare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

risaldare (ρ. μτβ.)
risaldatura (θηλ.ουσ)
risalire (ρ.αμτβ.)
risalita (θηλ.ουσ)
risaltare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
risalto (ουσ αρσ )
risalutare (ρ. μτβ.)
risalutarsi (ρ.μ. (αντων.))
risanabile (επίθ.)
risanamento (ουσ αρσ )
risanare (ρ.αμτβ.)
risanare (ρ. μτβ.)
risanatore (ουσ αρσ )
risanatore (επίθ.)
risanguinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
risapere (ρ. μτβ.)
risaputo (επίθ.)
risarcibile (επίθ.)
risarcimento (ουσ αρσ )
risarcire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---