Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


risanaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [risanaˈmento]

1 οικιστική αναμόρφωση
2 ανάκτηση εδάφους
3 εξισορρόπηση προϋπολογισμού
4 εξυγίανση
5 επούλωση
6 γιατρειά
7 γιάτρεμα
8 θεραπεία
9 ίαση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  risanabile risanare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

risaltare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
risalto (ουσ αρσ )
risalutare (ρ. μτβ.)
risalutarsi (ρ.μ. (αντων.))
risanabile (επίθ.)
risanamento (ουσ αρσ )
risanare (ρ.αμτβ.)
risanare (ρ. μτβ.)
risanatore (ουσ αρσ )
risanatore (επίθ.)
risanguinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
risapere (ρ. μτβ.)
risaputo (επίθ.)
risarcibile (επίθ.)
risarcimento (ουσ αρσ )
risarcire (ρ. μτβ.)
risarella (θηλ.ουσ)
risata (θηλ.ουσ)
risatina (θηλ.ουσ)
riscaldamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---