Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riquàdro  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈkwadro]

1 τετράγωνο διάστημα
2 φάτνωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riquadratura riqualificare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ripulsivo (επίθ.)
ripungere (ρ. μτβ.)
riquadramento (ουσ αρσ )
riquadrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riquadratura (θηλ.ουσ)
riquadro (αρσ. επίθ και ουσ)
riqualificare (ρ. μτβ.)
riqualificazione (θηλ.ουσ)
risacca (θηλ.ουσ)
risaia (θηλ.ουσ)
risaiolo (ουσ αρσ )
risaldare (ρ. μτβ.)
risaldatura (θηλ.ουσ)
risalire (ρ.αμτβ.)
risalita (θηλ.ουσ)
risaltare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
risalto (ουσ αρσ )
risalutare (ρ. μτβ.)
risalutarsi (ρ.μ. (αντων.))
risanabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---