Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ripulìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ripuˈlire]

ξανακαθαρίζω

ripulirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ripuˈlirsi]

1 βελτιώνω τους τρόπους μου
2 τακτοποιούμαι
3 εξευγενίζομαι
4 ραφινάρομαι
5 συγυρίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ripugnare ripulita  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ripudio (ουσ αρσ )
ripugnante (επίθ.)
ripugnanza (θηλ.ουσ)
ripugnare (ρ.αμτβ.)
ripugnare (ρ. μτβ.)
ripulire (ρ. μτβ.)
ripulirsi (ρ.μ. (αντων.))
ripulita (θηλ.ουσ)
ripulitura (θηλ.ουσ)
ripulsa (θηλ.ουσ)
ripulsione (θηλ.ουσ)
ripulsivo (επίθ.)
ripungere (ρ. μτβ.)
riquadramento (ουσ αρσ )
riquadrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riquadratura (θηλ.ουσ)
riquadro (αρσ. επίθ και ουσ)
riqualificare (ρ. μτβ.)
riqualificazione (θηλ.ουσ)
risacca (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---