Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόripulsióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ripulˈsjone] 1 εναντιότητα 2 αντιπάθεια 3 βδελυγμία 4 αντίφαση 5 αντίθεση 6 αποστροφή 7 απέχθεια 8 σιχαμάρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |