Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ripudiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ripuˈdjare]

1 δεν αναλαμβάνω ευθύνη
2 παρεκκλίνω
3 αποκρούω
4 αποποιούμαι
5 απορρίπτω
6 αρνούμαι οποιαδήποτε σχέση
7 απαρνιέμαι
8 απαρνούμαι
9 αποκηρύσσω
10 αρνούμαι γνώση ή πληρωμή
11 αρνούμαι αποδοχή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ripudiabile ripudiatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riprovvedersi (ρ.μ. (αντων.))
ripuario (αρσ. επίθ και ουσ)
ripubblicare (ρ. μτβ.)
ripubblicazione (θηλ.ουσ)
ripudiabile (επίθ.)
ripudiare (ρ. μτβ.)
ripudiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ripudio (ουσ αρσ )
ripugnante (επίθ.)
ripugnanza (θηλ.ουσ)
ripugnare (ρ.αμτβ.)
ripugnare (ρ. μτβ.)
ripulire (ρ. μτβ.)
ripulirsi (ρ.μ. (αντων.))
ripulita (θηλ.ουσ)
ripulitura (θηλ.ουσ)
ripulsa (θηλ.ουσ)
ripulsione (θηλ.ουσ)
ripulsivo (επίθ.)
ripungere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---