Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόriprovvedére
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [riprovveˈdere] 1 επανεξοπλίζω 2 επανεφοδιάζω riprovvedersi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [riprovveˈdersi] 1 επανεφοδιάζομαι 2 επανεξοπλίζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |