Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riprovévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [riproˈvevole]

1 μεμπτός
2 επιλήψιμος
3 επίμεμπτος
4 ψεκτός
5 αξιοκατηγόρητος
6 αξιοκατάκριτος
7 αχαρακτήριστος
8 αξιόμεμπτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riprovazione riprovvedere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riprovare (ρ.αμτβ.)
riprovare (ρ. μτβ.)
riprovarsi (ρ.μ. (αντων.))
riprovatore (ουσ αρσ )
riprovazione (θηλ.ουσ)
riprovevole (επίθ.)
riprovvedere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riprovvedersi (ρ.μ. (αντων.))
ripuario (αρσ. επίθ και ουσ)
ripubblicare (ρ. μτβ.)
ripubblicazione (θηλ.ουσ)
ripudiabile (επίθ.)
ripudiare (ρ. μτβ.)
ripudiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ripudio (ουσ αρσ )
ripugnante (επίθ.)
ripugnanza (θηλ.ουσ)
ripugnare (ρ.αμτβ.)
ripugnare (ρ. μτβ.)
ripulire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---