Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόripròva
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [riˈprɔva] 1 επαλήθευση 2 απόδειξη μαθηματική 3 επιβεβαίωση 4 νέα απόδειξη 5 νέο πειστήριο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |