Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόriproduttóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [riprodutˈtore] 1 τροφοδότης 2 ζώο αναπαραγωγής 3 κτηνοτρόφος 4 εκτροφέας ζώων ή φυτών 5 ζωοτρόφος riproduttóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [riprodutˈtore] 1 αναπαράγων 2 αναπαραγωγικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |