Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riproduttóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riprodutˈtore]

1 τροφοδότης
2 ζώο αναπαραγωγής
3 κτηνοτρόφος
4 εκτροφέας ζώων ή φυτών
5 ζωοτρόφος

riproduttóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [riprodutˈtore]

1 αναπαράγων
2 αναπαραγωγικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riproduttivo riproduzione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riproducibile (επίθ.)
riproducibilità (θηλ.ουσ)
riprodurre (ρ. μτβ.)
riprodursi (ρ.μ. (αντων.))
riproduttivo (επίθ.)
riproduttore (ουσ αρσ )
riproduttore (επίθ.)
riproduzione (θηλ.ουσ)
riprografia (θηλ.ουσ)
riprografico (επίθ.)
ripromettere (ρ. μτβ.)
riproporre (ρ. μτβ.)
riproporsi (ρ.μ. (αντων.))
riprotestare (ρ.αμτβ.)
riprova (θηλ.ουσ)
riprovare (ρ.αμτβ.)
riprovare (ρ. μτβ.)
riprovarsi (ρ.μ. (αντων.))
riprovatore (ουσ αρσ )
riprovazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---