Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόripristinàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ripristiˈnato] 1 αποκαταστημένος 2 επαναφερθείς σε ισχύ 3 αναζωογονημένος 4 αποκατασταθείς 5 γερός στα πόδια του πάλι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |