Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ripreparàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riprepaˈrare]

προετοιμάζω ξανά

riprepararsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riprepaˈrarsi]

προετοιμάζομαι ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riprensore ripresa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riprendersi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
riprensibile (επίθ.)
riprensione (θηλ.ουσ)
riprensivo (επίθ.)
riprensore (αρσ. επίθ και ουσ)
ripreparare (ρ. μτβ.)
riprepararsi (ρ.μ. (αντων.))
ripresa (θηλ.ουσ)
ripresentare (ρ. μτβ.)
ripresentarsi (ρ.μ. (αντων.))
riprestare (ρ. μτβ.)
riprincipiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ripristinamento (ουσ αρσ )
ripristinare (ρ. μτβ.)
ripristinato (επίθ.)
ripristinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ripristino (ουσ αρσ )
riproducibile (επίθ.)
riproducibilità (θηλ.ουσ)
riprodurre (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---