Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riprensóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [riprenˈsore]

1 επιτιμητής
2 τιμητής
3 επικριτής
4 κατακρίνων
5 κήνσορας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riprensivo ripreparare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riprendere (ρ. μτβ.)
riprendersi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
riprensibile (επίθ.)
riprensione (θηλ.ουσ)
riprensivo (επίθ.)
riprensore (αρσ. επίθ και ουσ)
ripreparare (ρ. μτβ.)
riprepararsi (ρ.μ. (αντων.))
ripresa (θηλ.ουσ)
ripresentare (ρ. μτβ.)
ripresentarsi (ρ.μ. (αντων.))
riprestare (ρ. μτβ.)
riprincipiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ripristinamento (ουσ αρσ )
ripristinare (ρ. μτβ.)
ripristinato (επίθ.)
ripristinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ripristino (ουσ αρσ )
riproducibile (επίθ.)
riproducibilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---