Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόriprensóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [riprenˈsore] 1 επιτιμητής 2 τιμητής 3 επικριτής 4 κατακρίνων 5 κήνσορας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |