Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riprèndere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riˈprɛndere]

1 ανακαρώνω
2 ανανήφω
3 συνέρχομαι
4 ανακτώ δυνάμεις
5 αναλαμβάνω
6 παίρνω απάνω μου
7 ξανανιώνω
8 γίνομαι περδίκι
9 γερεύω
10 γίνομαι καλά

riprèndere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈprɛndere]

1 (prendere indietro) παίρνω πίσω
2 (ricominciare) ξαναρχίζω

riprèndersi  
ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riˈprɛndersi]

αναρρώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ripremiare riprensibile  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


riprendere fiato = πέρνω ανάσα || riprendere i sensi = ξαναβρίσκω τις αισθήσεις


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riposo (ουσ αρσ )
ripostiglio (ουσ αρσ )
riposto (αρσ. επίθ και ουσ)
ripregare (ρ. μτβ.)
ripremiare (ρ. μτβ.)
riprendere (ρ.αμτβ.)
riprendere (ρ. μτβ.)
riprendersi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
riprensibile (επίθ.)
riprensione (θηλ.ουσ)
riprensivo (επίθ.)
riprensore (αρσ. επίθ και ουσ)
ripreparare (ρ. μτβ.)
riprepararsi (ρ.μ. (αντων.))
ripresa (θηλ.ουσ)
ripresentare (ρ. μτβ.)
ripresentarsi (ρ.μ. (αντων.))
riprestare (ρ. μτβ.)
riprincipiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ripristinamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---