Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ripostìglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riposˈtiʎʎo]

η αποθήκη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riposo riposto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riposata (θηλ.ουσ)
riposato (επίθ.)
riposino (ουσ αρσ )
riposizione (θηλ.ουσ)
riposo (ουσ αρσ )
ripostiglio (ουσ αρσ )
riposto (αρσ. επίθ και ουσ)
ripregare (ρ. μτβ.)
ripremiare (ρ. μτβ.)
riprendere (ρ.αμτβ.)
riprendere (ρ. μτβ.)
riprendersi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
riprensibile (επίθ.)
riprensione (θηλ.ουσ)
riprensivo (επίθ.)
riprensore (αρσ. επίθ και ουσ)
ripreparare (ρ. μτβ.)
riprepararsi (ρ.μ. (αντων.))
ripresa (θηλ.ουσ)
ripresentare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---