Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ripiglìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ripiʎˈʎino]

παιδικό παιχνίδι που ένα λάστιχο στα χέρια παίρνει διάφορες μορφές


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ripigliarsi ripiombare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ripieno (ουσ αρσ )
ripieno (επίθ.)
ripigliare (ρ.αμτβ.)
ripigliare (ρ. μτβ.)
ripigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
ripiglino (ουσ αρσ )
ripiombare (ρ.αμτβ.)
ripiombare (ρ. μτβ.)
ripiovere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ripopolamento (ουσ αρσ )
ripopolare (ρ. μτβ.)
ripopolarsi (ρ.μ. (αντων.))
riporre (ρ. μτβ.)
riporsi (ρ.μ. (αντων.))
riportare (ρ. μτβ.)
riportarsi (ρ.μ. (αντων.))
riporto (ουσ αρσ )
riposante (επίθ.)
riposare (ρ.αμτβ.)
riposare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---