Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ripopolaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ripopolaˈmento]

1 επανεγκατάσταση πληθυσμού σε κάποιον τόπο
2 νέα πληθυσμιακή έκρηξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ripiovere ripopolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ripigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
ripiglino (ουσ αρσ )
ripiombare (ρ.αμτβ.)
ripiombare (ρ. μτβ.)
ripiovere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ripopolamento (ουσ αρσ )
ripopolare (ρ. μτβ.)
ripopolarsi (ρ.μ. (αντων.))
riporre (ρ. μτβ.)
riporsi (ρ.μ. (αντων.))
riportare (ρ. μτβ.)
riportarsi (ρ.μ. (αντων.))
riporto (ουσ αρσ )
riposante (επίθ.)
riposare (ρ.αμτβ.)
riposare (ρ. μτβ.)
riposarsi (ρ.μ. (αντων.))
riposata (θηλ.ουσ)
riposato (επίθ.)
riposino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---