Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ripiègo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈpjɛgo]

1 μπάλωμα προσωρινό
2 πόρος
3 κόλπο
4 τέχνασμα
5 προσωρινή εκμετάλλευση πόρου
6 μέσον
7 επινόημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ripiegatura ripienezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ripiegare (ρ. μτβ.)
ripiegarsi (ρ.μ. (αντων.))
ripiegata (θηλ.ουσ)
ripiegato (επίθ.)
ripiegatura (θηλ.ουσ)
ripiego (ουσ αρσ )
ripienezza (θηλ.ουσ)
ripieno (ουσ αρσ )
ripieno (επίθ.)
ripigliare (ρ.αμτβ.)
ripigliare (ρ. μτβ.)
ripigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
ripiglino (ουσ αρσ )
ripiombare (ρ.αμτβ.)
ripiombare (ρ. μτβ.)
ripiovere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ripopolamento (ουσ αρσ )
ripopolare (ρ. μτβ.)
ripopolarsi (ρ.μ. (αντων.))
riporre (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---