Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόripiègo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [riˈpjɛgo] 1 μπάλωμα προσωρινό 2 πόρος 3 κόλπο 4 τέχνασμα 5 προσωρινή εκμετάλλευση πόρου 6 μέσον 7 επινόημα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |