Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόripienézza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ripjeˈnettsa] 1 υπερπλήρωση 2 πλήρωση 3 τύλωμα 4 εκχείλιση 5 γέμισμα 6 πληρότητα 7 ξεχείλισμα 8 κόρος 9 κορεσμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |