Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ripiegàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ripjeˈgare]

1 τα καταφέρνω με τα υπάρχοντα μέσα
2 υποχωρώ (στρατιωτικά)

ripiegàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ripjeˈgare]

1 χαμηλώνω
2 υποστέλλω
3 αναδιπλώνω
4 πτυχώνω

ripiegarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ripjeˈgarsi]

1 παραδίνομαι
2 κυρτώνομαι
3 κάνω καμπές
4 ενδίδω
5 λυγίζω
6 κάμπτομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ripiegamento ripiegata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ripicolo (επίθ.)
ripidamente (επίρ.)
ripidezza (θηλ.ουσ)
ripido (επίθ.)
ripiegamento (ουσ αρσ )
ripiegare (ρ.αμτβ.)
ripiegare (ρ. μτβ.)
ripiegarsi (ρ.μ. (αντων.))
ripiegata (θηλ.ουσ)
ripiegato (επίθ.)
ripiegatura (θηλ.ουσ)
ripiego (ουσ αρσ )
ripienezza (θηλ.ουσ)
ripieno (ουσ αρσ )
ripieno (επίθ.)
ripigliare (ρ.αμτβ.)
ripigliare (ρ. μτβ.)
ripigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
ripiglino (ουσ αρσ )
ripiombare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---