ItalianoGreco


ripiegaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ripjegaˈmento]

1 καμπύλη
2 αναδίπλωση
3 πτύχωση
4 στροφή
5 υποχώρηση στρατιωτική
6 τύλιγμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---