Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ripetènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ripeˈtɛnte]

μαθητής που έχει μείνει στην ίδια τάξη

ripetènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ripeˈtɛnte]

επαναλαμβάνων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ripestare ripetere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riperdere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riperdonare (ρ. μτβ.)
ripesare (ρ. μτβ.)
ripescare (ρ. μτβ.)
ripestare (ρ. μτβ.)
ripetente (ουσ αρσ και θηλ.)
ripetente (επίθ.)
ripetere (ρ. μτβ.)
ripetersi (ρ.μ. (αντων.))
ripetibile (επίθ.)
ripetibilità (θηλ.ουσ)
ripetitività (θηλ.ουσ)
ripetitivo (επίθ.)
ripetitore (ουσ αρσ )
ripetitore (επίθ.)
ripetitrice (θηλ.ουσ)
ripetizione (θηλ.ουσ)
ripetutamente (επίρ.)
ripetuto (επίθ.)
ripianamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---