Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ripèrdere  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riˈpɛrdere]

ξαναχάνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ripercussivo riperdonare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ripercotimento (ουσ αρσ )
ripercuotere (ρ. μτβ.)
ripercuotersi (ρ. μ. αμτβ.)
ripercussione (θηλ.ουσ)
ripercussivo (επίθ.)
riperdere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riperdonare (ρ. μτβ.)
ripesare (ρ. μτβ.)
ripescare (ρ. μτβ.)
ripestare (ρ. μτβ.)
ripetente (ουσ αρσ και θηλ.)
ripetente (επίθ.)
ripetere (ρ. μτβ.)
ripetersi (ρ.μ. (αντων.))
ripetibile (επίθ.)
ripetibilità (θηλ.ουσ)
ripetitività (θηλ.ουσ)
ripetitivo (επίθ.)
ripetitore (ουσ αρσ )
ripetitore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---