Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ripercotiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riperkotiˈmento]

1 αναπήδηση
2 αντίκτυπος
3 επίπτωση
4 αντήχηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ripercossa ripercuotere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ripensare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ripentimento (ουσ αρσ )
ripentirsi (ρ. μ. αμτβ.)
ripercorrere (ρ. μτβ.)
ripercossa (θηλ.ουσ)
ripercotimento (ουσ αρσ )
ripercuotere (ρ. μτβ.)
ripercuotersi (ρ. μ. αμτβ.)
ripercussione (θηλ.ουσ)
ripercussivo (επίθ.)
riperdere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riperdonare (ρ. μτβ.)
ripesare (ρ. μτβ.)
ripescare (ρ. μτβ.)
ripestare (ρ. μτβ.)
ripetente (ουσ αρσ και θηλ.)
ripetente (επίθ.)
ripetere (ρ. μτβ.)
ripetersi (ρ.μ. (αντων.))
ripetibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---