Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ripensàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ripenˈsare]

1 αναλογίζομαι
2 διαλογίζομαι
3 αναθυμάμαι
4 σκέφτομαι καλύτερα
5 εξετάζω λογικά
6 επανεξετάζω
7 ξανασκέφτομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ripensamento ripentimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ripassata (θηλ.ουσ)
ripasso (ουσ αρσ )
ripatica (θηλ.ουσ)
ripeggiorare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ripensamento (ουσ αρσ )
ripensare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ripentimento (ουσ αρσ )
ripentirsi (ρ. μ. αμτβ.)
ripercorrere (ρ. μτβ.)
ripercossa (θηλ.ουσ)
ripercotimento (ουσ αρσ )
ripercuotere (ρ. μτβ.)
ripercuotersi (ρ. μ. αμτβ.)
ripercussione (θηλ.ουσ)
ripercussivo (επίθ.)
riperdere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riperdonare (ρ. μτβ.)
ripesare (ρ. μτβ.)
ripescare (ρ. μτβ.)
ripestare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---