Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ripercórrere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riperˈkorrere]

1 φέρνω σε πέρας ξανά
2 διαβαίνω ξανά
3 διαπερνώ ξανά
4 διεξέρχομαι ξανά
5 διατρέχω ξανά
6 διαβάζω χωρίς διακοπή ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ripentirsi ripercossa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ripeggiorare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ripensamento (ουσ αρσ )
ripensare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ripentimento (ουσ αρσ )
ripentirsi (ρ. μ. αμτβ.)
ripercorrere (ρ. μτβ.)
ripercossa (θηλ.ουσ)
ripercotimento (ουσ αρσ )
ripercuotere (ρ. μτβ.)
ripercuotersi (ρ. μ. αμτβ.)
ripercussione (θηλ.ουσ)
ripercussivo (επίθ.)
riperdere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riperdonare (ρ. μτβ.)
ripesare (ρ. μτβ.)
ripescare (ρ. μτβ.)
ripestare (ρ. μτβ.)
ripetente (ουσ αρσ και θηλ.)
ripetente (επίθ.)
ripetere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---