Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ripercuòtere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riperˈkwɔtere]

1 χτυπώ ξανά
2 ξαναχτυπώ
3 αντηχώ
4 ρίχνω πίσω

ripercuòtersi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riperˈkwɔtersi]

1 αντανακλώ
2 επενεργώ
3 ηχώ
4 επιδρώ
5 αντηχώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ripercotimento ripercussione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ripentimento (ουσ αρσ )
ripentirsi (ρ. μ. αμτβ.)
ripercorrere (ρ. μτβ.)
ripercossa (θηλ.ουσ)
ripercotimento (ουσ αρσ )
ripercuotere (ρ. μτβ.)
ripercuotersi (ρ. μ. αμτβ.)
ripercussione (θηλ.ουσ)
ripercussivo (επίθ.)
riperdere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riperdonare (ρ. μτβ.)
ripesare (ρ. μτβ.)
ripescare (ρ. μτβ.)
ripestare (ρ. μτβ.)
ripetente (ουσ αρσ και θηλ.)
ripetente (επίθ.)
ripetere (ρ. μτβ.)
ripetersi (ρ.μ. (αντων.))
ripetibile (επίθ.)
ripetibilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---