Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riparazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [riparatˈtsjone]

η επισκευή, η επιδιόρθωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riparatore riparella  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riparare (ρ. μτβ.)
ripararsi (ρ.μ. (αντων.))
riparata (θηλ.ουσ)
riparato (επίθ.)
riparatore (αρσ. επίθ και ουσ)
riparazione (θηλ.ουσ)
riparella (θηλ.ουσ)
ripario (αρσ. επίθ και ουσ)
riparlare (ρ.αμτβ.)
riparlarsi (ρ.μ. (αντων.))
riparo (ουσ αρσ )
ripartibile (επίθ.)
ripartimento (ουσ αρσ )
ripartire (ρ.αμτβ.)
ripartire (ρ. μτβ.)
ripartirsi (ρ.μ. (αντων.))
ripartitore (αρσ. επίθ και ουσ)
ripartizione (θηλ.ουσ)
ripassare (ρ.αμτβ.)
ripassare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---