Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riparàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ripaˈrare]

1 γιατρεύω
2 θεραπεύω κακό
3 θεραπεύω
4 επανορθώνω αδικία
5 αποκαθιστώ ισορροπία
6 κάνω καλό
7 διορθώνω
8 βρίσκω καταφύγιο
9 καλοκαρδίζω
10 διορθώνω αδικία
11 επαναλαμβάνω εξέταση μαθήματος

riparàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ripaˈrare]

επιδιορθώνω, σιάχνω

ripararsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ripaˈrarsi]

υπερασπίζω τον εαυτό μου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riparabilità riparata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riottoso (επίθ.)
ripa (θηλ.ουσ)
ripagare (ρ. μτβ.)
riparabile (επίθ.)
riparabilità (θηλ.ουσ)
riparare (ρ.αμτβ.)
riparare (ρ. μτβ.)
ripararsi (ρ.μ. (αντων.))
riparata (θηλ.ουσ)
riparato (επίθ.)
riparatore (αρσ. επίθ και ουσ)
riparazione (θηλ.ουσ)
riparella (θηλ.ουσ)
ripario (αρσ. επίθ και ουσ)
riparlare (ρ.αμτβ.)
riparlarsi (ρ.μ. (αντων.))
riparo (ουσ αρσ )
ripartibile (επίθ.)
ripartimento (ουσ αρσ )
ripartire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---