Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ripàrio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈparjo]

1 παρόχθιος
2 παραποτάμιος
3 ποταμίσιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riparella riparlare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riparata (θηλ.ουσ)
riparato (επίθ.)
riparatore (αρσ. επίθ και ουσ)
riparazione (θηλ.ουσ)
riparella (θηλ.ουσ)
ripario (αρσ. επίθ και ουσ)
riparlare (ρ.αμτβ.)
riparlarsi (ρ.μ. (αντων.))
riparo (ουσ αρσ )
ripartibile (επίθ.)
ripartimento (ουσ αρσ )
ripartire (ρ.αμτβ.)
ripartire (ρ. μτβ.)
ripartirsi (ρ.μ. (αντων.))
ripartitore (αρσ. επίθ και ουσ)
ripartizione (θηλ.ουσ)
ripassare (ρ.αμτβ.)
ripassare (ρ. μτβ.)
ripassata (θηλ.ουσ)
ripasso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---