Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ripartìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riparˈtire]

1 ξαναφεύγω
2 αρχίζω πάλι από την αρχή
3 ξαναρχίζω
4 αρχίζω ξανά

ripartìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riparˈtire]

1 διανέμω
2 κατανέμω
3 διαμοιράζω
4 μοιράζω
5 νέμω
6 διαιρώ
7 διαμερίζω
8 μερίζω

ripartirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riparˈtirsi]

διαχωρίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ripartimento ripartitore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riparlare (ρ.αμτβ.)
riparlarsi (ρ.μ. (αντων.))
riparo (ουσ αρσ )
ripartibile (επίθ.)
ripartimento (ουσ αρσ )
ripartire (ρ.αμτβ.)
ripartire (ρ. μτβ.)
ripartirsi (ρ.μ. (αντων.))
ripartitore (αρσ. επίθ και ουσ)
ripartizione (θηλ.ουσ)
ripassare (ρ.αμτβ.)
ripassare (ρ. μτβ.)
ripassata (θηλ.ουσ)
ripasso (ουσ αρσ )
ripatica (θηλ.ουσ)
ripeggiorare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ripensamento (ουσ αρσ )
ripensare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ripentimento (ουσ αρσ )
ripentirsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---