Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ripagàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ripaˈgare]

1 ξαναπληρώνω
2 εξοφλώ
3 αποπληρώνω
4 ανταποδίδω
5 αποζημιώνω
6 πληρώνω
7 ανταμείβω
8 ξεπληρώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ripa riparabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riorganizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
riorganizzazione (θηλ.ουσ)
riottosità (θηλ.ουσ)
riottoso (επίθ.)
ripa (θηλ.ουσ)
ripagare (ρ. μτβ.)
riparabile (επίθ.)
riparabilità (θηλ.ουσ)
riparare (ρ.αμτβ.)
riparare (ρ. μτβ.)
ripararsi (ρ.μ. (αντων.))
riparata (θηλ.ουσ)
riparato (επίθ.)
riparatore (αρσ. επίθ και ουσ)
riparazione (θηλ.ουσ)
riparella (θηλ.ουσ)
ripario (αρσ. επίθ και ουσ)
riparlare (ρ.αμτβ.)
riparlarsi (ρ.μ. (αντων.))
riparo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---