Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riolìte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rioˈlite]

ηφαιστειακή γρανιτική λάβα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rioffrire rionale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rioccupare (ρ. μτβ.)
rioccuparsi (ρ.μ. (αντων.))
rioccupazione (θηλ.ουσ)
rioffendere (ρ. μτβ.)
rioffrire (ρ. μτβ.)
riolite (θηλ.ουσ)
rionale (επίθ.)
rione (ουσ αρσ )
riordinamento (ουσ αρσ )
riordinare (ρ. μτβ.)
riordinarsi (ρ.μ. (αντων.))
riordinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
riordinazione (θηλ.ουσ)
riorganizzamento (ουσ αρσ )
riorganizzare (ρ. μτβ.)
riorganizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
riorganizzazione (θηλ.ουσ)
riottosità (θηλ.ουσ)
riottoso (επίθ.)
ripa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---