Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rinvestìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rinvesˈtire]

1 επενδύω ξανά
2 επενδύω σε νέα επιχείρηση
3 επανεπενδύω
4 αποθεματοποιώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rinvestimento rinviare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rinvenire (ρ. μτβ.)
rinverdire (ρ.αμτβ.)
rinverdire (ρ. μτβ.)
rinverdirsi (ρ.μ. (αντων.))
rinvestimento (ουσ αρσ )
rinvestire (ρ. μτβ.)
rinviare (ρ. μτβ.)
rinvigorimento (ουσ αρσ )
rinvigorire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rinvilire (ρ.αμτβ.)
rinvilire (ρ. μτβ.)
rinvilirsi (ρ.μ. (αντων.))
rinvio (ουσ αρσ )
rinvitare (ρ. μτβ.)
rinvolgere (ρ. μτβ.)
rinvolgersi (ρ.μ. (αντων.))
rinvoltare (ρ. μτβ.)
rinvoltolare (ρ. μτβ.)
rinvoltolarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinvoltura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---