Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rinvasàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rinvaˈzare]

αλλάζω γλάστρα σε φυτό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rinunziatario rinvasatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rinunciare (ρ.αμτβ.)
rinunzia (θηλ.ουσ)
rinunziabile (επίθ.)
rinunziare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rinunziatario (αρσ. επίθ και ουσ)
rinvasare (ρ. μτβ.)
rinvasatura (θηλ.ουσ)
rinvenibile (επίθ.)
rinvenimento (ουσ αρσ )
rinvenire (ρ.αμτβ.)
rinvenire (ρ. μτβ.)
rinverdire (ρ.αμτβ.)
rinverdire (ρ. μτβ.)
rinverdirsi (ρ.μ. (αντων.))
rinvestimento (ουσ αρσ )
rinvestire (ρ. μτβ.)
rinviare (ρ. μτβ.)
rinvigorimento (ουσ αρσ )
rinvigorire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rinvilire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---