Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrinùnzia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [riˈnuntsja] 1 παραίτηση 2 εγκαρτέρηση 3 υποταγή 4 εκχώρηση 5 αποκήρυξη 6 απάρνηση 7 παράδοση 8 άρνηση 9 στέρηση 10 αποποίηση 11 εγκατάλειψη 12 ασκητική άρνηση του σώματος 13 παραίτηση (από δικαίωμα) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |