Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrintorpidìre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [rintorpiˈdire] μουδιάζω ξανά rintorpidirsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [rintorpiˈdirsi] μουδιάζω ξανά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |