Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rintracciàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rintratˈʧabile]

1 ανιχνεύσιμος
2 εξιχνιάσιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rintorpidirsi rintracciamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rintoppare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rintopparsi (ρ.μ. (αντων.))
rintoppo (ουσ αρσ )
rintorpidire (ρ. μτβ.)
rintorpidirsi (ρ.μ. (αντων.))
rintracciabile (επίθ.)
rintracciamento (ουσ αρσ )
rintracciare (ρ. μτβ.)
rintronamento (ουσ αρσ )
rintronare (ρ.αμτβ.)
rintronare (ρ. μτβ.)
rintronato (επίθ.)
rintuzzare (ρ. μτβ.)
rinuncia (θηλ.ουσ)
rinunciare (ρ.αμτβ.)
rinunzia (θηλ.ουσ)
rinunziabile (επίθ.)
rinunziare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rinunziatario (αρσ. επίθ και ουσ)
rinvasare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---