Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrintòppo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rinˈtɔppo] 1 φραγμός 2 σκόπελος 3 κώλυμα 4 πρόσκομμα 5 εμπόδιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |