Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rinserràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rinserˈrare]

1 κλείνω
2 μαντρώνω
3 περικλείνω

rinserrarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rinserˈrarsi]

1 κλείνομαι
2 κλειδώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rinselvatichire rinsudiciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rinsecchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rinsecchito (επίθ.)
rinselvarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rinselvatichire (ρ.αμτβ.)
rinselvatichire (ρ. μτβ.)
rinserrare (ρ. μτβ.)
rinserrarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinsudiciare (ρ. μτβ.)
rinsudiciarsi (ρ.μ. (αντων.))
rintanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rintavolare (ρ. μτβ.)
rintelare (ρ. μτβ.)
rintenerire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rintenerirsi (ρ.μ. (αντων.))
rinterramento (ουσ αρσ )
rinterrare (ρ. μτβ.)
rinterrarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinterro (ουσ αρσ )
rinterrogare (ρ. μτβ.)
rinterzo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---