Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrinserràre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [rinserˈrare] 1 κλείνω 2 μαντρώνω 3 περικλείνω rinserrarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [rinserˈrarsi] 1 κλείνομαι 2 κλειδώνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |